ΠΡΟΝΟΜΙΟΥΧΟΙ ΧΩΡΑΙ

Η ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

ΝΕΑ ΕΛΛΑΣ, 20.8.1916

Ζη υπό τας πτέρυγας του δικεφάλου αετού των Ρωμανώφ –και αρχίζει δύο βήματα μακράν της Πετρουπόλεως– ένας τόπος προνομιούχος, η Φινλανδία, όπου ισχύουν νόμοι και έθιμα εντελώς ευρωπαϊκά, όπου δεν υπάρχουν μουζίκοι, αλλά χωρικοί‧ όπου αι αποστάσεις μετριούνται όχι κατά βέρστια, αλλά κατά χιλιόμετρα‧ όπου το τίμημα παντός πράγματος πληρώνεται όχι με ρούβλια, αλλά με φράγκα‧ όπου η καθαριότης είνε ιδεώδης και η τιμιότης χωρίς επιφυλάξεις, η εκπαίδευσις πάγκοινος και η πολιτική ψήφος ίση διά τας γυναίκας και διά τους άνδρας‧ ένας τόπος τυχερός, όπου σήμερον, εις την θύελλαν που αλλοιώνει ακόμη και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της ζωής εις τας μεγάλας ευρωπαϊκάς χώρας τα πάντα εξακολουθούν τον κανονικόν των ειδυλλιακόν ρυθμόν, ελάχιστα διαταρασσόμενον μόνον εις την παραλιακήν ζώνην από τον αυξηθέντα αριθμόν των Ρώσσων στρατιωτών‧ ένας τόπος, όπου, παρά την εμπόλεμον κατάστασιν, οι άνδρες δεν εκλήθησαν διά τον φόρον του αίματος και αι γυναίκες αγνοούν πένθη και θλίψεις, κοινά σήμερον διά την μεγάλην πλειονότητα των Ευρωπαίων γυναικών.

Διατί η Φινλανδία, μη διαχωριζομένη διεθνώς από της άλλης ρωσσικής αυτοκρατορίας, και διά τούτο εν πολέμω προς την Γερμανίαν, δεν μετέχει του ευρωπαϊκού αλληλοσπαραγμού, είνε ιστορία περίεργος, που θα ήξιζε να εκτεθή εκτενώς, αν δεν ήτο πάρα πολύ μακρά διά τον χώρον που διαθέτουν σήμερον τα φύλλα. Αρκεί να υπομνησθή ότι προ δεκαπενταετίας ακόμη η Φινλανδία είχεν ιδικόν της μικρόν στρατόν, συγκροτούμενον κατά τους ιδιαιτέρους νόμους του τόπου, παλαιωμένους κάπως και δεομένους μεταρρυθμίσεως‧ αλλά μη θελήσασα ν’ αποδεχθή νέον στρατιωτικόν κανονισμόν, καθορισθέντα υπό μορφήν ξένην προς τον συνταγματικόν της χάρτην, υπεχρεώθη να διαλύση τον στρατόν της αυτόν, αντί δε της μη ζητηθείσης, αλλ’ επιβληθείσης εξαιρέσεως των πολιτών της από της στρατιωτικής υπηρεσίας, εκλήθη να καταβάλη χρηματικήν εισφοράν. Η ειδική αυτή κατάστασις χαρακτηρίζεται επισήμως ως προσωρινή, αλλ’ η οριστική διευθέτησις αυτής αναβάλλεται από πολλών ετών.

Τοιουτοτρόπως η Φινλανδία, εκούσα άκουσα, ευρίσκεται σήμερον υπό πολλάς επόψεις εις την θέσιν μιας χώρας ουδετέρας‧ και ευρισκομένη, μαζύ με την Σουηδίαν και την Νορβηγίαν, επί της ταχυτέρας και ανωτέρας (της μόνης δε ανοικτής ακόμη και κατά τον χειμώνα) οδού, η οποία συνδέει την Ρωσσίαν με τους δυτικούς συμμάχους της, επωφελείται και αυτή μεγάλως του ζωηρού, –δίκην χρυσού χειμάρρου– εκείνου εμπορικού ρεύματος, που πλουτίζει και συνδέει σήμερον οικονομικώς τας τρεις χώρας, συνδεομένας ήδη δι’ άλλων πολλών δεσμών και φυσικών όρων, εσωτερικής αναπτύξεως, ψυχολογίας, εθίμων, ηθών, μορφώσεως, κοινωνικής ζωής.

Είναι αι τρεις χώραι του βορείου ειδυλλίου‧ ειδυλλίου λαών, ευρισκομένων σήμερον μακράν των μεγάλων ρευμάτων της ευρωπαϊκής ιστορίας και προωρισμένων, θα έλεγέ τις, εν ελλείψει ενδοξοτέρων σκοπών, να προοδεύσουν και να προτρέχουν των άλλων εις την τελειοποίησιν του μηχανισμού της κοινωνικής ζωής‧ και να πραγματοποιήσουν, με όλας τας πηγάς του νεωτέρου πνεύματος και εν αρμονία προς τας μάλλον χιμαιρικάς θεωρίας περί της ανθρωπίνης ευτυχίας, ένα είδος γηίνου παραδείσου, μίαν νεωτεριστικωτάτην Αρκαδίαν, πλήρη δικαιοσύνης, υγιεινής, ελευθερίας, κόμφορτ, ισότητος ηλεκτρισμού, ευθηνής εκπαιδεύσεως, μακρά των ανησυχιών, των βλέψεων και των αγώνων της φλογεράς Ευρώπης.[1]


[1] Η Φινλανδία αποτέλεσε για δύο και πλέον αιώνες θέατρο πολέμου ανάμεσα στους Σουηδούς και τους Ρώσους, το 1323 μάλιστα, με τη συνθήκη του Σλίσελμπουργκ, χωρίστηκε σχεδόν στα δύο, με τους Σουηδούς να παίρνουν το μεγαλύτερο δυτικό τμήμα της και τους Ρώσους το ανατολικό, χωρίς βέβαια να σταματήσουν οι εχθροπραξίες. Μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους ολόκληρη η χώρα πέρασε στη ρωσική κυριαρχία ως αυτόνομο Μεγάλο Δουκάτο (1809). Το 1917 απόκτησε την ανεξαρτησία της. Σ’ αυτά τα εκατό και πλέον χρόνια συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές. Με το σύνθημα «δεν είμαστε Σουηδοί, δεν θα γίνουμε Ρώσοι, ας είμαστε τότε Φινλανδοί», λόγιοι της εποχής καλλιέργησαν την αφύπνιση της εθνικής συνείδησης. Ο γιατρός Έλιας Λαίνροτ, έχοντας ως πρότυπο τα ομηρικά έπη, συνέθεσε τότε το έπος «Καλεβάλα» που βασίζεται στη δημοτική ποίηση. Υπό τη φιλελεύθερη διακυβέρνηση του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ (1855-1881) άρχισαν να ιδρύονται φινλανδόφωνα σχολεία (1858), η χώρα απόκτησε δικό της νόμισμα, το μάρκκο (1860), η φινλανδική γλώσσα εξισώθηκε με τη σουηδική (1863), εκδόθηκε το πρώτο μυθιστόρημα στα φινλανδικά, (Άλεξις Κίβι «Οι επτά αδελφοί», 1870). Συγχρόνως, η Φινλανδία απολάμβανε κάποια προνόμια, όπως για παράδειγμα ότι ο φινλανδικός στρατός δεν είχε υποχρέωση να υπερασπίζεται άλλα σημεία της αυτοκρατορίας. Με τον θάνατο του Αλέξανδρου Β΄ και την ανάληψη της εξουσίας από τους διαδόχους του, οι ρωσικές αρχές θέλησαν να αλλάξουν τη νομοθεσία και να καταργήσουν τον φινλανδικό στρατό, αλλά και να καταστήσουν τη ρωσική γλώσσα επίσημη σε όλο το εύρος της αυτοκρατορίας. Καθώς η φινλανδική Δίαιτα για έξι μήνες αρνείτο να συναινέσει, τον Φεβρουάριο του 1899 ο τσάρος υπέγραψε ένα μανιφέστο, σύμφωνα με το οποίο στο Μεγάλο δουκάτο της Φινλανδίας ίσχυε η γενική νομοθεσία της αυτοκρατορίας. Στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς η κοινωνία των πολιτών ενισχυόταν και οι σχέσεις με τη Δύση δυνάμωναν, στη Φινλανδία είχαν αρχίσει να πιστεύουν στη συνταγματική οντότητα της χώρας και η κοινή γνώμη απογοητεύτηκε. Ωστόσο, αποφασιστική καμπή αποτέλεσαν οι μαζικές διαδηλώσεις και οι απεργίες που σάρωσαν την άνοιξη του 1905 ολόκληρη την κουρασμένη από τον πόλεμο Ρωσία αναγκάζοντας τον τσάρο να προχωρήσει σε παραχωρήσεις. Η μεταρρύθμιση της στρατιωτικής θητείας ακυρώθηκε την ίδια χρονιά και αργότερα αντικαταστάθηκε από έναν ετήσιο φόρο στο αυτοκρατορικό ταμείο. Ένα χρόνο αργότερα, οι γυναίκες απέκτησαν το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι.

Όταν ξεσπά ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, η Φινλανδία είναι ακόμα μέρος της ρωσικής αυτοκρατορίας. Στις 6 Δεκεμβρίου 1917 θα διακηρύξει την ανεξαρτησία της ενώ στις αρχές του επόμενου έτους θα εμπλακεί σε έναν σύντομο αλλά αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.

Περισσότερες πληροφορίες στο Χένρικ Μεϊνάντερ, Ιστορία της Φινλανδίας, Ασίνη 2019.